-
1 κολυμβάω
A dive, plunge headlong,εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21
;εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt. 350a
, cf. La. 193c, Str.17.1.44, etc.;εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολυμβάω
-
2 φρέαρ
Aφρητός IGRom.1.1167C6
(Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; [dialect] Ep. dat.φρέᾰτι h.Cer.99
(s. v.l.),φρητί Call.Cer.15
; pl. φρέᾱτα, alsoφρῆτα PCair.Zen.499.12
(iii B. C.); [dialect] Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):— an artificial well (thus distd. from κρήνη, cf. Hdt.4.120, D.14.30; but φ. ἀσφάλτον naphtha-spring, LXXGe.14.10, cf. Hdt.6.119),πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197
; the stem φρεατ - first in h.Cer.l.c.2 later, tank, cistern, reservoir, Hdt.1.68, Th.2.48,49, PHal.1.98 (iii B. C.), etc.;εἰς φ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Pl.La. 193c
, cf. Prt. 350a;φ. ὀρώρυκται S.E.M.8.129
; ποιητὰ φ., v. ποιητός 1: generally, pit,φ. διαφθορᾶς LXX Ps.54
(55). 24.b perh. oil-jar, Ar.Pl. 810.3 metaph., ; ἐν φρέατι συσχόμενος ib. 165b; ἡ περὶ τὸ φ. ὄρχησις, prov. of persons 'on the brink of a volcano', Plu.2.68b; λύκος περὶ φ. χορεύει prov. ap. Hsch., Phot.; πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [[dialect] Att. gen. , Fr. 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇ τος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. ferveo, defrutum.) -
3 εἰσβάλλω
A throw into,ἄνδρα εἰς ἕρκη S.Aj.60
; ;φάρμακα ἐς φρέατα Th.2.48
; ἐς. στρατιὴν ἐς Μίλητον throw an army into the Milesian territory, Hdt.1.14 ;ἐς. ὗς ἐς [τὴν ἄρουραν] Id.2.14
, cf. E.El.79 ;πρόβατα IG12(1).677.31
(Rhodes, iii B.C.): c. dupl. acc., βοῦς πόντον εἰσεβάλλομεν were driving them to the sea, E.IT 261:— [voice] Med., put on board one's ship,ἐς τὴν νέα Hdt.1.1
, cf. 6.95 : abs., Th. 8.31.II ἐς. τὴν στρατιὴν ἐς.., of an invasion, Hdt.1.18 : but usually without στρατιάν, throw oneself into, make an inroad into, ἐς Μίλητον ib.15, cf. 16, Th.2.47, etc. ; ἐσβάλλειν ἐς τοὺς ὁπλίτας to fall upon them, Id.6.70; πρὸς πόλιν ἐσβάλλειν make an assault upon it, Id.4.25 : abs., Ar.Ach. 762 ; of disease, come on, Aret. CD1.1, al.: enter a country,εὶς τὸν τόπον Thphr.HP9.7.1
: poet. c. acc.,χῶρον εἰ. E. Hipp. 1198
; ; come upon, fall in with,Βρομίου πόλιν ἔοιγμεν εἰσβαλεῖν Id.Cyc.99
: abs., ἤφιζον, εἰσέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί the horse's breath was foaming, was close upon them, S.El. 719.2 of rivers, empty themselves into, fall into, ἐς τὰ ἀρχαῖα (sc. ῥέεθρα) Hdt. 1.75, cf.4.48, al., Arist.Mete. 351a10, Plb.4.41.1;ἐς. ἐς τὸν Εὐφρήτην ποταμὸν τὸ ῥέεθρον Hdt.1.179
.3 of ships, make entrance (sc. εἰς Πόντον), Syngr. ap. D.35.13.4 abs., begin, ἀπό τινος Sch.Pi.N. 7.1;εἰς λόγον Olymp.in Mete.102.12
;κατὰ τὸ ἔαρ εἰσβάλλον Gal. 18(1).470
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβάλλω
-
4 ἀπορία
I of places, difficulty of passing, X.An.5.6.10.II of things, difficulty, straits, in sg. and pl., ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, Hdt.1.79, 2.141; ἐν ἀπορίῃ or ἐν ἀποίῃσι ἔχεσθαι, Id.9.98, 4.131, cf. Antipho 5.66;ἀπορίῃσιν ἐνείχετο Hdt.1.190
;ἀπορίην ἐρωτηθέντι παρασχεῖν Hp.VM13
, cf. Lys.19.1; ἀπορια τελέθει, c. inf., Pi.N.7.105, cf. Pl. Lg. 788c;εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀ. ἐμπίπτων Id.Tht. 174c
: c. gen. rei,ἀ. τοῦ μὴ γινώσκειν Hp.Morb.Sacr.1
; ἀ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν impossibility of keeping quiet, Th.2.49;ἀ. τῆς προσορμίσεως Id.4.10
;ἀ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Pl.Lg. 678d
.III of persons, difficulty of dealing with or getting at,τῶν Σκυθέων Hdt.4.83
;τοῦ ἀποκτείναντος Antipho 2.4.2
.2 being at a loss, embarrassment, perplexity, , cf. Th. 7.44,75, etc.;ἀ. ἐν τῷ λόγῷ συμβᾶσα Aeschin.2.41
; distress, discomfort, in illness, Hp.Epid.5.42, Aret.SA2.5: hence metaph., .3 ἀ. τινός lack of a person or thing,σοφῶν ἀνδρῶν Ar.Ra. 806
; τροφῆς, χρημάτων, etc., Th.1.11, 7.48; ἀπώλλυντο.. ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος for want of one to attend to them, Id.2.51;ἀ. λόγων Pl.Ap. 38d
; ἀ. πλοίων shortage of ships, CPHerm.6.10: abs., need, poverty, Th.1.123;ἀ. καὶ πενία And.1.144
; opp. εὐπορία, Arist.Pol. 1279b27: in pl., D. 19.146.IV in Dialectic, question for discussion, difficulty, puzzle,ἀπορίᾳ σχόμενος Pl.Prt. 321c
; ἀ. ἣν ἀπορεῖς ib. 324d;ἡ ἀ. ἰσότης ἐναντίων λογισμῶν Arist. Top. 145b1
, al.;ἔχει ἀπορίαν περί τινος Id.Pol. 1285b28
;αἱ μὲν οὖν ἀ. τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν Id.EN 1146b6
;οὐδεμίαν ποιήσει ἀ. Id.Metaph. 1085a27
; ἀ. λύειν, διαλύειν, Id.MM 1201b1, Metaph. 1062b31;ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν D.S.1.37
. -
5 ἐκβάλλω
ἐκβάλλω, Arc. [full] ἐσδέλλω IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.), [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβαλον: [tense] pf. - βέβληκα: [voice] Pass., [tense] fut.A- βεβλήσομαι E.Ba. 1313
:— throw or cast out of, c. gen.,Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου Il.5.39
, etc.: abs., throw out,ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον 1.436
, etc. ; καὶ τὴν μὲν..ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι ἔκβαλον threw her overboard, Od.15.481, cf. Hdt.1.24 : then in various relations, ἐκπίπτω being freq. used as its [voice] Pass. :1 throw ashore,τὸν δ' ἄρ'..νεὸς ἔκβαλε κῦμ' ἐπὶ χέρσου Od.19.278
;ἄνεμος.. τρηχέως περιέσπε..πολλὰς τῶν νεῶν ἐκβάλλων πρὸς τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;ἐ. ἐς τὴν γῆν Id.7.170
(but in 2.113 ἄνεμοι..ἐκβάλλουσι ἐς τὸ πέλαγος carry out to sea ; ἐξέβαλεν ἄνεμος ἡμᾶς drove us out of our course, E.Cyc.20):—[voice] Med., put ashore,ἵππους ἐξεβάλλοντο Hdt. 6.101
; jettison, Syngr. ap. D.35.11.2 cast out of a place,Κιμμερίους ἐκβαλόντες ἐκ τῆς Εὐρώπης Hdt.1.103
; ἐ. ἐκ τῆς χώρας, of an enemy, Lycurg.99, cf. D.60.8 ; esp. of banishment, ἐκ πόλεως ἐ. drive out of the country, Pl.Grg. 468d, cf. Ar.Pl. 430, etc. ; of a corpse, ἔξω τῆς πόλεως, τῶν ὁρίων, Pl.Lg. 873b, 909c : c. acc. only. drive out, banish, Heraclit.121, S.OC6<*>6, 770, etc. ; turn out, ; cast out of the synagogue, Ev.Jo.34 ;ἐκ τοῦ τάγματος J.BJ2.8.8
; exorcize, cast out evil spirits, Ev.Marc.1.34, al. ; also in weakened sense, cause to depart, ib.43.3 expose on a desertisland, S.Ph. 257, 1034, 1390 ; expose a dead body,ταφῆς ἄτερ Id.Aj. 1388
; ἐ. τέκνα expose children, E. Ion 964.4 ἐ. γυναῖκα ἐκ τῆς οἰκίας divorce her, D. 59.83 : with simple acc., And.1.125, D.59.63, D.S.12.18, etc.:—[voice] Pass., LXXLe.21.7.5 cast out of his seat, depose a king,ἐ. ἕδρας Κρόνον A.Pr. 203
; ἐκ τυραννίδος θρόνου τ' ib. 910 ;ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9
: withoutἐκ, ἐ. τινὰ πλούτου S.El. 649
:—[voice] Pass., to be ejected, of an occupier, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PMagd. 12.8 (iii B.C.), etc. ;χάριτος ἐκβεβλημένη S.Aj. 808
;ἐκ τῆς φιλίας X.An.7.5.6
; ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐξεβλήθησαν Isoc.4.70.7 ἐ. φρέατα dig wells, Plu. Pomp.32.8 of drugs, get rid of,τοξεύματα Dsc.3.32
.II strike out of,χειρῶν δ' ἔκβαλλε κύπελλα Od.2.396
, cf. Theoc.22.210 ; ἐκβάλλεθ'..τευχέων πάλους throw them out of the urns, A.Eu. 742 : abs., δοῦρα ἐ. fell trees (prop., cut them out of the forest), Od.5.244.III let fall, drop,χειρὸς δ' ἔκβαλεν ἔγχος Il.14.419
;σφῦραν B.17.28
; , cf. Ar.Lys. 156 ;οἰστούς X.An.2.1.6
: metaph., ἦ ῥ' ἅλιον ἔπος ἔκβαλον let fall an idle word, Il.18.324 ;εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε Od.4.503
, cf. Hdt.6.69, A.Ag. 1662, etc. ;ἐ. ῥῆμα Pl.R. 473e
: abs., utter, speak, D.L.9.7 ; shed,δάκρυα δ' ἔκβαλε θερμά Od. 19.362
; ἐ. ἕρκος ὀδόντων cast, shed one's teeth, Sol.27, cf. E.Cyc. 644, etc. ; throw up blood, S.Ant. 1238 ; spit out, Thphr.HP4.8.4 ; ἐκβαλεῦσι τὰς κούρας their eyes will drop out, prov. of covetous persons, Herod.4.64.IV throw away, cast aside, reject, εὐμένειαν, χάριν, S.OC 631, 636, cf. Plb.1.14.4 ;προγόνων παλαιὰ θέσμια E.Fr.360.45
; ; recall, repudiate,ἐ. λόγους Pl.Cri. 46b
; annul, ; remoue an official from his post, D.21.87 ; drive an actor from the stage, Id.19.337 : metaph., of a politician, Pl.Ax. 368d : —[voice] Pass., Ar.Eq. 525 ;ἐκβάλλεσθαι ἄξια Antipho 4.3.1
.VI produce, of women, Hp.Epid.4.25 (of premature birth), Plu.Publ.21 ; esp. in case of a miscarriage or abortion, Hp.Mul.1.60, Thphr.HP9.18.8;βρέφος ἐκ τῆς γαστρός Ant.Lib. 34
; with play on 1.2, D.L.2.102, etc. ; hatch chicks, Sch.Ar.Av. 251.b of plants, ἐ. καρπόν put forth fruit, Hp.Nat.Puer.22 ;ἐ. στάχυν E.Ba.75
):—[voice] Pass.,τὰ ἐκβαλλόμενα BGU197.12
(i A.D.).IX Math., produce a line, in [voice] Pass., Arist. Cael. 71b29, Mech. 850a11, Str. 2.1.29, etc. ; ἐ. εἰς ἄπειρον produce to infinity, in metaph. sense,τὰ δεινά Phld.D.1.12
, cf. 13.X intr., go out, depart,ἵν' ἐκβάλω ποδὶ ἄλλην ἐπ' αἶαν E.El.96
; of the sea, break out of its bed, Arist. Mete. 367b13 ; of a rivcr, branch off, Pl.Phd. 113a : metaph.,ἐπειδὰν ἐς μειράκια ἐκβάλωσιν D.C.52.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβάλλω
См. также в других словарях:
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
συμπλήρωση — η / συμπλήρωσις, ώσεως ΝΜΑ [συμπληρῶ, ώνω] η ολοκλήρωση, η περάτωση (α. «η συμπλήρωση τού έργου του» β. «η συμπλήρωση τών νέων οικονομικών μέτρων» γ. «ὁ Πατήρ... οὐδὲν εἰς συμπλήρωσιν τῆς ἑαυτοῡ θεότητος παρὰ τοῡ υἱοῡ λαμβάνων», Ευσ. δ. «τὴν… … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek